τετρατομικός

τετρατομικός
-ή, -ό, Ν
χημ. αυτός τού οποίου το μόριο αποτελείται από τέσσερα άτομα, αλλ. τετρασθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetratomic < τετρ(α)-* + ατομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετρασθενής — ές, Ν (για χημικά στοιχεία) αυτός που ενώνεται με τέσσερα άτομα υδρογόνου ή άλλου μονοσθενούς στοιχείου για σχηματισμό κορεσμένης ένωσης, αυτός που έχει σθένος τέσσερα, αλλ. τετρατομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σθενής (< σθένος). Η λ. είναι …   Dictionary of Greek

  • τετρατομικότητα — η, Ν χημ. ο χαρακτήρας τών τετρατομικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρατομικός. Η λ., στον λόγιο τ. τετρατομικότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”