- τετρατομικός
- -ή, -ό, Νχημ. αυτός τού οποίου το μόριο αποτελείται από τέσσερα άτομα, αλλ. τετρασθενής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetratomic < τετρ(α)-* + ατομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.